корродирующий - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

корродирующий - translation to Αγγλικά


корродирующий      

• A corrosive (or corroding) acid.

corroding         
  • climbing descender]] is anodized with a yellow finish.
  • electrified railway]] line
  • The US military [[shrink wrap]]s equipment such as helicopters to protect them from corrosion and thus save millions of dollars
  • type 316 stainless steel]]) of a heat exchanger in a seawater desalination plant
  • Galvanic corrosion of an aluminium plate occurred when the plate was connected to a mild steel structural support.
  • Galvanized]] surface
  • Glass corrosion
  • [[Gold nugget]]s do not naturally corrode, even on a geological time scale.
  • These [[neodymium magnet]]s corroded extremely rapidly after only 5 months of outside exposure
  • [[Ozone cracking]] in [[natural rubber]] tubing
  • Diagram showing cross-section of pitting corrosion
  • Sacrificial anode attached to the hull of a ship
  • Sensitized metallic microstructure, showing wider intergranular boundaries
  • The collapsed Silver Bridge, as seen from the Ohio side
  • date=2007-11-05 }}. Glassproperties.com. Retrieved on 2012-07-15.</ref>
  • Normal microstructure of Type 304 stainless steel surface
GRADUAL DESTRUCTION OF MATERIALS BY CHEMICAL REACTION WITH ITS ENVIRONMENT
Corrode; Hydrogen grooving; Corrosions; Corroding; Corrosivity; Corrosives; Corrosion Types; Corrosion-resistant; Corrossion; Chemical durability; Hydrolytic class; Corrosion resistance; Corrosion and rusting; Corrosion prevention; Metal corrosion; Rusting of iron; Glass classification; Surface corrosion

[kə'rəudiŋ]

общая лексика

корродирующий

коррозионный

прилагательное

специальный термин

корродирующий

corrosive material         
SUBSTANCE THAT WILL DAMAGE OR DESTROY OTHER SUBSTANCES WITH WHICH IT COMES INTO CONTACT BY MEANS OF A CHEMICAL REACTION
Causticity; Caustic (substance); Corrosiveness; Corrosive; Corrosive material; Corrosive chemical; Corrosive agents

нефтегазовая промышленность

корродирующее вещество

Μετάφραση του &#39корродирующий&#39 σε Αγγλικά